αἰσθητῶς

αἰσθητῶς
αἰσθητός
sensible
adverbial
αἰσθητός
sensible
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωρατής — ο, Ν 1. αυτός που συλλαμβάνει έναν κλέφτη επ αυτοφώρω 2. αυτός που ανακαλύπτει κρυμμένα αντικείμενα 3. (ραδιοηλεκτρ.) συσκευή ευαίσθητη σε υψίσυχνα ηλεκτρικά ρεύματα, η οποία επιτρέπει την ανίχνευση τής παρουσίας ραδιοηλεκτρικών κυμάτων ή… …   Dictionary of Greek

  • ԶԳԱԼԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0724 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 13c, 14c մ. ԶԳԱԼԱՊԷՍ αἱσθητῶς sensibiliter որ եւ ԶԳԱՅԱՊԷՍ. Զգալի օրինակաւ. մարմնապէս. նիւթապէս. զգալով. զգալի լինելով եւ զգայութեանց. *Զգալապէս գործեն (մարմինք). Փիլ. նխ. ՟ա.: *Զգալի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”